- ραντίζω
- ραντίζω, ΝΜΑ [ῥαντός]βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῑς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔβ. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ)νεοελλ.ψεκάζω δέντρα ή φυτά με διάλυμαμσν.-αρχ.εξαγνίζω, καθαιρώ («ἐρραντισμένοι τὰς καρδίας ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾱς», ΚΔ)αρχ.(κατά τον Ησύχ.) «ῥαντίζεισκώπτει».
Dictionary of Greek. 2013.